- επίκλαυτος
- ἐπίκλαυτος, -ον (Α)θρηνητικός, κλαψιάρικος, ελεγειακός («κελαδεῑ δ’ ἐπίκλαυτον ἀηδόνιον νόμον», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίκλαυτον — ἐπίκλαυτος tearful masc/fem acc sg ἐπίκλαυτος tearful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)